Μια φορά, ένα γουρουνόπουλο το 'σκασε από την αυλή, όπου ζούσε, κι ανακατεύτηκε μ' ένα κοπάδι πρόβατα. Είχε βαρεθεί να είναι κλεισμένο όλη μέρα κι όλη νύχτα σ' εκείνη την αυλή, κι ήθελε να βγει έξω, στα λιβάδια και να τριγυρνάει ελεύθερο, όπως τριγυρνούσαν τα πρόβατα, βόσκοντας. Τα πρόβατα, που είναι ζώα καλόβολα κι αθώα, δεν το 'διωξαν. Το άφησαν να βόσκει μαζί τους στο λιβάδι, μόνο που το γουρουνόπουλο δεν έτρωγε χόρτα, όπως αυτά, αλλά σκάλιζε διαρκώς το χώμα με το ρύγχος του κι όλο κάτι έβρισκε κι έτρωγε, μέσα στις τρύπες που άνοιγε.
Ο βοσκός δεν το είχε πάρει είδηση, γιατί ήτανε μικρό και χανόταν ανάμεσα στα πρόβατα, που πήγαιναν όλα μαζί, όπως το συνηθίζουν. Έτσι, πέρασαν λίγες μέρες και το γουρουνόπουλο ήτανε κατενθουσιασμένο.
Ένα πρωί, όμως, ξεθαρρεύτηκε και τράβηξε λίγο πιο πέρα, από κει που έβοσκαν τα πρόβατα, γιατί νόμιζε πως εκεί το χώμα ήτανε πιο μαλακό, θ' άνοιγε βαθύτερες τρύπες με το ρύγχος του και θα 'βρισκε πιο νόστιμα πράγματα για να φάει.
Το είδε όμως ο βοσκός, άπλωσε την γκλίτσα του και το 'πιασε από το δεξί πισινό του πόδι.
Το γουρουνόπουλο, που δεν μπορούσε να ξεφύγει, άρχισε να τσιρίζει τόσο δυνατά, που τα πρόβατα το μάλωσαν.
– Τι τσιρίζεις έτσι; του είπαν. Κι εμάς ο βοσκός μας πιάνει έτσι με την γκλίτσα του, αλλά δεν ουρλιάζουμε όπως εσύ!
– Εσάς σας πιάνει για να σας αρμέξει, ή για να σας κουρέψει. Εμένα όμως με πιάνει για το κρέας μου, τους αποκρίθηκε το γουρουνόπουλο, τσιρίζοντας όλο και πιο δυνατά.
Κι είχε δίκιο το καημένο, γιατί αυτό κινδύνευε να χάσει τη ζωή του, ενώ τα πρόβατα έχαναν μόνο το γάλα τους, ή το μαλλί τους.