Ο Γεωργός και το Δέντρο

Ένας γεωργός είχε στο χωράφι του ένα μεγάλο δέντρο, από κείνα που έχουν μεγάλα κλαδιά, πυκνό φύλλωμα, χοντρό κορμό, αλλά που δεν βγάζουν καρπό.

Πάνω στο δέντρο εκείνο ζούσαν εκατοντάδες σπουργίτια και τζιτζίκια. Ο γεωργός θύμωνε με το δέντρο, γιατί έδινε καταφύγιο στα σπουργίτια, που του έτρωγαν το σπόρο και στα τζιτζίκια, που, κάθε καλοκαίρι, τον ξεκούφαιναν με τα μονότονα τσιριχτά τους.

Αποφάσισε λοιπόν να κόψει το δέντρο και, μια μέρα, πήρε το τσεκούρι του κι ετοιμάστηκε να το πελεκήσει.

– Μην το κόψεις το δέντρο μας! τον παρακάλεσαν τα σπουργίτια. Εδώ πάνω έχουμε στήσει τις φωλιές μας κι ανατρέφουμε τα σπουργιτάκια μας.

– Μην το κόψεις το δέντρο, τον παρακάλεσαν και τα τζιτζίκια. Εμείς δεν πειράζουμε κανένα. Καθόμαστε απάνω στα κλαδιά του και τραγουδούμε το όμορφο καλοκαίρι και τον ήλιο το ζεστό.

Αλλ' εκείνος δεν έδωσε καμιά σημασία στα παρακάλια τους κι άρχισε να πελεκάει το χοντρό κορμό του δέντρου. Ο κορμός του δέντρου όμως είχε μια χαραμάδα κι από μέσα ήτανε κούφιος. Και, σ' εκείνη την κουφάλα, είχανε μαζευτεί ένα σμάρι μέλισσες κι είχανε στήσει την κυψέλη τους.

Έτσι, με την πρώτη τσεκουριά, που έδωσε ο γεωργός, πετάχτηκε ένα κομμάτι από το φλοιό του κορμού και φάνηκε η κυψέλη γεμάτη μέλι ευωδιαστό. Πέταξε τότε το τσεκούρι του κι αποφάσισε να μην πελεκήσει το δέντρο, μια που θα είχε μέλι να τρώει.

Οι άνθρωποι, βλέπετε, συγκινούνται περισσότερο από το κέρδος παρά από μια δίκαιη παράκληση.

Загрузка...